21 Ιουλ 2014

Τα ποτάμια που αντιστέκονται

Στον Αώο, στην καρδιά της Πίνδου, κολυμπάνε χέλια που έχουν διανύσει χιλιάδες χιλιόμετρα από τον Ατλαντικό Ωκεανό, ενώ στον Κράθι, στη Βόρεια Πελοπόννησο, το νερό έχει έξι φορές λιγότερο άζωτο από το νερό της βροχής!
Παρά το γεγονός ότι οι περισσότεροι τα έχουμε συνδέσει με εικόνες από νεκρά ψάρια και σκουπίδια, τα ποτάμια μας έχουν σε γενικές γραμμές να επιδείξουν καλή υγεία, οπωσδήποτε καλύτερη από εκείνη των ποταμών της Ευρώπης, όπως φαίνεται από τις πρώτες εκτιμήσεις του πρώτου στην ιστορία μας Εθνικού Προγράμματος Παρακολούθησης της Οικολογικής Ποιότητας των υδάτων στους ποταμούς που δημοσιεύει αποκλειστικά «Το Βήμα».

 Αυτό βεβαίως δεν σημαίνει ότι τα προβλήματα δεν υπάρχουν – αντιθέτως, σε ορισμένες περιπτώσεις είναι αρκετά έντονα. Χάρη στο νέο πρόγραμμα ωστόσο, το οποίο εξετάζει για πρώτη φορά συστηματικά και ολοκληρωμένα την κατάσταση των ελληνικών ποταμών, αρχίζουμε πλέον να γνωρίζουμε την πραγματική τους διάσταση και τις αιτίες τους – και μαζί με αυτά και τους τρόπους για να τα αντιμετωπίσουμε. Η εικόνα θα είναι πιο ολοκληρωμένη σε δύο χρόνια, όταν οι επιστήμονες του ΕΛΚΕΘΕ που έχουν αναλάβει το έργο θα είναι σε θέση να δημοσιεύσουν τις πρώτες επίσημες αξιολογήσεις τους. Και τότε πια το μόνο που θα χρειάζεται για να πολλαπλασιάσουμε τις «γαλάζιες σημαίες» των ποταμών μας θα είναι η βούληση όλων μας.

Τα ποτάμια της Ελλάδας δεν έρχονται συνήθως στη δημοσιότητα για καλό - αν τα δούμε στις ειδήσεις, θα είναι είτε επειδή τα νερά τους σκοτώνουν ψάρια, όπως συνέβη με τον Ευρώτα, τον Πηνειό, τον Σπερχειό και όχι μόνο, είτε επειδή πλημμυρίζουν και προκαλούν ζημιές σε καλλιέργειες και σπίτια. Και όμως, όπως φαίνεται, παρά τα κατά τόπους έντονα προβλήματα η χώρα μας έχει σε γενικές γραμμές να επιδείξει ποταμούς σε καλύτερη κατάσταση σε σχέση με την Ευρώπη. Και αυτό είμαστε σε θέση να αρχίζουμε να το διαπιστώνουμε σιγά-σιγά χάρη στην πρώτη στην εθνική μας ιστορία συστηματική προσπάθεια αποτίμησης της οικολογικής ποιότητας των ποταμών μας που έχει ξεκινήσει εδώ και δύο χρόνια. Οι πρώτες επίσημες αξιολογήσεις δεν έχουν ολοκληρωθεί ακόμη, οι επιστήμονες όμως είναι σε θέση να κάνουν κάποιες εκτιμήσεις, τις οποίες δημοσιεύει αποκλειστικά «Το Βήμα», αναδεικνύοντας τόσο τα ευαίσθητα όσο και τα «δυνατά» σημεία. Και αν αυτό δεν λύνει από μόνο του τα προβλήματα, μας δίνει για πρώτη φορά τη δυνατότητα να τα γνωρίσουμε στην πραγματική τους διάσταση και έτσι να είμαστε σε θέση να τα αντιμετωπίσουμε με τον καλύτερο τρόπο διαφυλάσσοντας την «υδάτινη» κληρονομιά μας.

Το πρώτο πλήρες πρόγραμμα παρακολούθησης
Το Εθνικό Πρόγραμμα Παρακολούθησης της Οικολογικής Ποιότητας των υδάτων στους ποταμούς άρχισε να «τρέχει» το καλοκαίρι του 2012, όταν ανατέθηκε με κοινή υπουργική απόφαση στο Ινστιτούτο Θαλάσσιων Βιολογικών Πόρων και Εσωτερικών Υδάτων του Ελληνικού Κέντρου Θαλάσσιων Ερευνών (ΕΛΚΕΘΕ) από την Ειδική Γραμματεία Υδάτων του υπουργείου Περιβάλλοντος και Κλιματικής Αλλαγής (ΥΠΕΚΑ). Η εκκίνησή του ήταν βιαστική - «στήθηκε» άρον-άρον προκειμένου να αποφύγει η χώρα μας μια καταδίκη από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο επειδή είχε καθυστερήσει τις υποχρεώσεις που υπαγορεύει από το 2000 η Ευρωπαϊκή Οδηγία 2000/60, γνωστή και ως Οδηγία-Πλαίσιο για τα Υδατα (ΟΠΥ). Η δε πορεία του γίνεται μετ' εμποδίων, κυρίως λόγω προβλημάτων στη ροή χρηματοδότησης. Παρά τα εμπόδια ωστόσο, τα πράγματα προχωρούν και σήμερα φθάνει να καλύπτει αρκετούς ποταμούς σε όλη την επικράτεια. «Εχουμε 450 σταθμούς παρακολούθησης και στα 14 υδατικά διαμερίσματα. Αντιστοιχούν σε 140 ποτάμια και καλύπτουν σχεδόν το σύνολο των επιφανειακών απορροών της χώρας» λέει στο «Βήμα» ο γεωλόγος-βιογεωχημικός Νίκος Σκουλικίδης, διευθυντής Ερευνών στο ΕΛΚΕΘΕ και επικεφαλής του προγράμματος.

Με «μάρτυρες» ζώα και φυτά
Πέραν του ότι είναι πιο εκτεταμένο και συστηματικό από κάθε προηγούμενη προσπάθεια (οι έλεγχοι και οι δειγματοληψίες γίνονται τρεις φορές τον χρόνο: τον χειμώνα, την άνοιξη και το καλοκαίρι), μια βασική διαφορά του νέου, εθνικού προγράμματος είναι ότι δεν περιορίζει τους ελέγχους του μόνο στη φυσικοχημική και χημική σύσταση του νερού. «Επεκτείνεται, σύμφωνα με την ΟΠΥ, και στα υδρομορφολογικά και βιολογικά χαρακτηριστικά των ποτάμιων οικοσυστημάτων, δίνοντας έτσι τη δυνατότητα μιας πιο ολιστικής εκτίμησης της κατάστασής τους. Παλαιότερα το εθνικό δίκτυο υλοποιούνταν από το υπουργείο Γεωργίας, που παρακολουθούσε σε μηνιαία βάση ένα μικρότερο δίκτυο σταθμών μόνο ως προς την παροχή τους και τις φυσικοχημικές και χημικές παραμέτρους του νερού» επισημαίνει ο κ. Σκουλικίδης. «Πήγαιναν δηλαδή στα σημεία δειγματοληψίας, έπαιρναν δείγματα νερού και με βάση τις χημικές αναλύσεις έκριναν πώς ήταν η κατάσταση των ποταμών, κάτι δηλαδή σαν "φωτογραφία στιγμής"» εξηγεί από την πλευρά του μιλώντας στο «Βήμα» ο περιβαλλοντολόγος-ποταμολόγος Γιώργος Χατζηνικολάου, επιστημονικός συνεργάτης του ΕΛΚΕΘΕ. «Αυτό όμως δεν ανταποκρίνεται πάντα στην κατάσταση ενός ποταμού, γιατί, όπως ξέρετε, το νερό τρέχει. Αν, για παράδειγμα, ένα βυτιοφόρο ακαθάρτων είχε παρανόμως αδειάσει το φορτίο του σε εκείνο το σημείο ή παραπάνω, η εικόνα θα ήταν εντελώς διαφορετική αν η μέτρηση γινόταν αμέσως μετά το συμβάν ή κάποιες ημέρες αργότερα».

Σήμερα το ΕΛΚΕΘΕ εξετάζει την κατάσταση των ποταμών μελετώντας επιπροσθέτως και τους οργανισμούς που ζουν μέσα σε αυτούς - τα ψάρια, τα υδρόβια φυτά, τα μακροασπόνδυλα (λάρβες εντόμων, βδέλλες, σαλιγκάρια, καρκινοειδή που ζουν κυρίως στον πυθμένα) και τα διάτομα (μονοκύτταροι οργανισμοί που ζουν συνήθως κολλημένοι στις πέτρες στα ρηχά του βυθού). Η υδρόβια ζωή ενός ποταμού, όπως εξηγεί ο κ. Χατζηνικολάου, είναι ένας δείκτης που αποκαλύπτει την «ιστορία» του. «Η παρουσία ή απουσία οργανισμών, όπως έντομα ή ψάρια, λειτουργεί ως μάρτυρας για το τι έχει συμβεί το προηγούμενο διάστημα» λέει. «Αν δεν υπάρχουν τα φυτά και τα ζώα του ποταμού ή αν δεν είναι αυτά που θα έπρεπε να είναι με βάση τα φυσιογνωμικά χαρακτηριστικά του συγκεκριμένου ποταμού, ακόμη κι αν το νερό βγαίνει στις χημικές αναλύσεις πεντακάθαρο, σημαίνει ότι κάτι έχει συμβεί, κάτι δεν πάει καλά».

Μετράει η ποιότητα, αλλά και η ποσότητα
Μια βασική καινοτομία του νέου εθνικού προγράμματος είναι ότι η «υγεία» ενός ποταμού δεν ελέγχεται μόνο ως προς τη ρύπανση αλλά εξετάζονται και άλλες παράμετροι υποβάθμισης. «Η ρύπανση, δηλαδή το τι χημικές ουσίες και σε ποια ποσότητα απορρίπτουμε εμείς οι άνθρωποι, είναι ένα από τα βασικά προβλήματα που αντιμετωπίζουν τα ποτάμια, υπάρχουν όμως δύο ακόμη πολύ σημαντικά "είδη" προβλημάτων» επισημαίνει ο κ. Χατζηνικολάου. Το ένα αφορά την ποσότητα του νερού, η οποία επίσης εξαρτάται από τον ανθρώπινο παράγοντα, και κυρίως από τις ανάγκες των καλλιεργειών κάθε περιοχής. Οπως διευκρινίζει ο ποταμολόγος, στην Ελλάδα το 90%-95% των νερών που αντλούμε από τους ποταμούς και τους υπόγειους υδροφόρους καλύπτει τις ανάγκες για άρδευση (μόνο το 5%-10% πηγαίνει στην ύδρευση και στη βιομηχανία) - γεγονός το οποίο επιβαρύνει ιδιαίτερα ορισμένα ποτάμια, και μάλιστα στις πιο ευαίσθητες περιόδους. «Εφόσον γίνονται υδρομαστεύσεις και υδροληπτικά έργα για να αρδεύουμε είτε με εκμετάλλευση απευθείας από τους ποταμούς είτε από τον επιφανειακό υδροφόρο ορίζοντα, το νερό στα ποτάμια αρχίζει να λείπει. Και κυρίως λείπει το καλοκαίρι, όταν η ζωή των ποταμών το χρειάζεται περισσότερο εξαιτίας της ζέστης και της ξηρασίας, την ίδια περίοδο όμως και οι καλλιεργητικές ανάγκες για νερό είναι αυξημένες. Οπότε έχουμε ένα ποτάμι που στερεύει με τεχνητό τρόπο, όπως συμβαίνει σε αρκετά τμήματα του Ευρώτα».

Η μορφή συντηρεί το οικοσύστημα
Η άλλη σημαντική παράμετρος που επηρεάζει την «ευρωστία» ενός ποταμού είναι η μορφολογία του.«Αυτό είναι ένα εντελώς διαφορετικό πρόβλημα, στο οποίο συνήθως τείνουμε να μη δίνουμε καμία σημασία, αλλά είναι πολύ σημαντικό» τονίζει ο κ. Χατζηνικολάου.«Αφορά το κατά πόσον ένας ποταμός φέρει τα χαρακτηριστικά εκείνα που του επιτρέπουν να λειτουργεί και ως ενδιαίτημα, δηλαδή να υποστηρίζει ως φυσικό οικοσύστημα την υδρόβια αλλά και παρόχθια ζωή». Η μορφολογία του ποταμού αλλάζει και αυτή με την ανθρώπινη παρέμβαση. Οταν παραδείγματος χάριν φτιάχνουμε φράγματα που συγκρατούν το νερό ή όταν κάνουμε αντιπλημμυρικά έργα ώστε το νερό να διοχετεύεται πιο γρήγορα προς τη θάλασσα, τότε ένας ποταμός χάνει τα φυσιογνωμικά χαρακτηριστικά του.«Και είναι αυτά τα χαρακτηριστικά, σταθερά από αρχαιοτάτων χρόνων και ακόμη παλαιότερα, που επιτρέπουν στους ποταμούς να στηρίζουν ένα σημαντικότατο μέρος της βιοποικιλότητας που έχουμε»υπογραμμίζει. «Τα αντιπλημμυρικά έργα προκειμένου να έχουμε περισσότερες καλλιεργήσιμες εκτάσεις έχουν μεγάλες επιπτώσεις στη ζωή που φιλοξενούν οι ποταμοί».

Ενα, και ίσως όχι το σοβαρότερο, από τα πολλά τέτοια παραδείγματα είναι ο Λούρος. «Ο Λούρος έχει ικανοποιητική ποσότητα νερού, καλής ποιότητας - σχετικά, όχι παντού, σε λίγα σημεία, όπως είναι ο Αγιος Σπυρίδωνας, έχουμε δείγματα φτωχής ποιότητας»αναφέρει ο ποταμολόγος. «Η κοίτη του όμως είναι περιορισμένη από αναχώματα. Επομένως τα ψάρια που υπάρχουν σήμερα είναι ένα κλάσμα αυτών που προϋπήρχαν, εφόσον τα πλημμυρικά πεδία όπου θα μπορούσαν να γεννήσουν ή να τραφούν έχουν περιοριστεί». Στον Λούρο τουλάχιστον, τονίζει, διατηρείται ακόμη μια μικρή πλημμυρική ζώνη, ενώ στους περισσότερους ποταμούς - όπως π.χ. στον Πηνειό στη Θεσσαλία, στον Κομψάτο στην Ξάνθη, στον Πάμισο στη Μεσσηνία ή στον κάτω ρου του Ευρώτα - αυτή έχει εκλείψει.

Μήπως συμφέρει να τους δίνουμε χώρο;
Το πρόβλημα του περιορισμού της έκτασης που κατακλύζει ο ποταμός και των ευθυγραμμίσεων της κοίτης του, όπως εξηγεί, έχει σχέση με το πόση έκταση θέλουμε να καλλιεργούμε. Σε πολλές περιπτώσεις όμως, αν «ζυγίσουμε» τα πράγματα, επισημαίνει, ίσως θα ήταν περισσότερο συμφέρον - οικολογικά και οικονομικά - οι καλλιέργειες να υποχωρήσουν προς χάριν του ποταμού. «Αν συνυπολογίσουμε το κόστος κατασκευής και συντήρησης αυτών των έργων, τη μείωση του διαθέσιμου νερού προς τον υπόγειο ορίζοντα που επιφέρει, το καθεστώς των επιδοτήσεων στην τιμή των αγροτικών προϊόντων και το ότι πολλές φορές τα προϊόντα αποσύρονται για να μην πέσει η τιμή, ίσως θα ήταν καλύτερα να επιστρέφαμε τις εκτάσεις στο ποτάμι» υπογραμμίζει. «Ισως σε κάποιες περιπτώσεις θα πρέπει όλα αυτά να τα ξανασκεφθούμε. Γιατί από τη μία κάνουμε κακό και από την άλλη δεν κερδίζουμε καλλιεργώντας μια παραπανίσια έκταση. Ισα-ίσα, όταν επιπλέον γίνονται καταπατήσεις εδαφών από καλλιεργητές ακόμη και στις ελάχιστες πλημμυρικές ζώνες που έχουν απομείνει, η ζημιά από πολύ πιθανές πλημμύρες εντός των πλημμυρικών ζωνών κοστίζει πολλαπλάσια στην εθνική οικονομία μέσω των αποζημιώσεων».

Η ευχάριστη έκπληξη του Καλαμά
Είμαστε αυτή τη στιγμή σε θέση να πούμε ποιοι ποταμοί μας είναι υγιείς και ποιοι έχουν προβλήματα; «Σε γενικές γραμμές μπορούμε να ξεκινήσουμε μια τέτοια συζήτηση, αλλά με βάση τις εκτιμήσεις μας από προκαταρκτικά αποτελέσματα του τρέχοντος προγράμματος και δεδομένα από προηγούμενα προγράμματα» λέει ο κ. Σκουλικίδης, εξηγώντας ότι οι πρώτες «επίσημες» αξιολογήσεις του τρέχοντος Προγράμματος Παρακολούθησης θα χρειαστούν ακόμη περίπου δύο χρόνια. «Ακόμη δεν έχουμε ολοκληρωμένη εικόνα και ακριβώς επειδή δεν έχουμε ολοκληρωμένη εικόνα συνήθως τείνουμε ως κοινωνία να βλέπουμε μια "διαθλασμένη" εικόνα» επισημαίνει από την πλευρά του ο κ. Χατζηνικολάου. «Για παράδειγμα, στον Καλαμά, ο οποίος έχει προβλήματα ρύπανσης κατάντη των Ιωαννίνων, υπήρχε ένα ζήτημα με την ποιότητα του νερού το οποίο φθάνει στο δέλτα του ποταμού που βρίσκεται απέναντι από την Κέρκυρα, με πιθανές επιπτώσεις στον τουριστικό κλάδο του νησιού. Αρχικά και εμείς πιστεύαμε ότι θα υπήρχε πρόβλημα, τώρα όμως, ύστερα από έξι-επτά χρόνια που παρακολουθούμε το σύστημα, μπορούμε πλέον να μιλήσουμε με μεγάλη σιγουριά και να πούμε ότι δεν υφίσταται πρόβλημα. Η κατάσταση του νερού στο δέλτα δεν συνδέεται με τη ρύπανση που έρχεται από τα Ιωάννινα. Στη διαδρομή από τον παραπόταμο που δέχεται τα ρυπαντικά φορτία από τα Ιωάννινα ως το δέλτα βρίσκονται τμήματα του Καλαμά σε εξαιρετική κατάσταση».

Οποιο πρόβλημα δημιουργείται από τα επεξεργασμένα λύματα της πόλης των Ιωαννίνων, όπως έχουν διαπιστώσει οι ερευνητές, περιορίζεται στον παραπόταμο Κλιματιά του Καλαμά, ο οποίος απέχει 80 χιλιόμετρα από το δέλτα, το δέλτα όμως είναι απαλλαγμένο από αυτά τα φορτία ρύπανσης. «Αυτό συμβαίνει γιατί ο ποταμός είναι ένα "ζωντανό" σύστημα και όχι ένας σωλήνας» εξηγεί ο ποταμολόγος. «Ενας ποταμός έχει από μόνος του πολλούς μηχανισμούς "φυσικού αυτοκαθαρισμού" με βιολογικές και βιογεωχημικές διεργασίες» προσθέτει ο κ. Σκουλικίδης, υπογραμμίζοντας ωστόσο ότι αυτός ο «φυσικός αυτοκαθαρισμός» δεν μπορεί να λειτουργήσει πάντα.«Λειτουργεί μόνο στα ποτάμια που έχουν διατηρήσει τη φυσικότητα στη μορφολογία τους και παράλληλα η ρύπανσή που δέχονται δεν είναι υπερβολική, δεν έχουν φθάσει δηλαδή στο "στάδιο του κορεσμού" όπως λέγεται» εξηγεί.

Η δύσκολη περίπτωση του Ασωπού
Μια περίπτωση ποταμού με ρύπανση σε «στάδιο κορεσμού» είναι αυτή του Ασωπού στη Βοιωτία. Εκτός από τις γνωστές σε όλους εικόνες υποβάθμισης, οι συστηματικές μελέτες που κάνουν τα τελευταία χρόνια οι επιστήμονες του ΕΛΚΕΘΕ έχουν αναδείξει και άλλα σημεία του ποταμού που έχουν πρόβλημα. Παράλληλα όμως για πρώτη φορά δείχνουν και κάποιο «φως». «Αν και συνεχίζει να έχει μεγάλα προβλήματα, η εικόνα που έχουμε ύστερα από πολύ πρόσφατες μετρήσεις δείχνει ότι κάτι πάει να αλλάξει» λέει ο κ. Χατζηνικολάου. «Από τη στιγμή που σταμάτησε η άρδευση από τα υπόγεια ύδατα στην περιοχή της Ασωπείας και άρχισε να επανέρχεται λίγο ο υδροφόρος ορίζοντας φαίνεται πως υπάρχει μια μικρή τάση αλλαγής. Αυτή όμως είναι περισσότερο μια αίσθηση από τα πρόσφατα δεδομένα. Μένει να επιβεβαιωθούμε. Στα επόμενα χρόνια θα μπορούμε να εκτιμήσουμε με σιγουριά πώς πάει η κατάσταση».

Οι παγίδες του κάμπου
Τα πιο έντονα προβλήματα ρύπανσης παρατηρούνται πάντως γενικώς εκεί όπου συσσωρεύεται η ανθρώπινη δραστηριότητα. Στις ορεινές περιοχές της χώρας η ποιότητα των ποτάμιων νερών κυμαίνεται κατά κανόνα από καλή ως άριστη. Τα πράγματα όμως αλλάζουν όταν φθάνουν στα πεδινά. «Ο Πηνειός, για παράδειγμα, στο ορεινό τμήμα του δεν έχει προβλήματα» λέει ο κ. Χατζηνικολάου. «Αυτά εμφανίζονται όταν πέσει μέσα στον κάμπο, όπου αρχίζουν να εισέρχονται στο νερό κατάλοιπα των λιπασμάτων και των γεωργικών φαρμάκων. Εχει μεγάλο πρόβλημα ειδικότερα στην περιοχή μετά τα Τρίκαλα και ακόμη μεγαλύτερο στη βιομηχανική περιοχή της Λάρισας, όπου δέχεται πολλά απόβλητα από γαλακτοβιομηχανίες, σφαγεία και άλλες δραστηριότητες. Τα γαλακτοβιομηχανικά απόβλητα, όπως και τα αντίστοιχα της ελαιουργίας, είναι ένας ρύπος στον οποίο ο ποταμός δύσκολα μπορεί να αντεπεξέλθει». Εντονα προβλήματα εμφανίζει επίσης ο Μεσσάπιος στην Εύβοια, ο οποίος δέχεται βιομηχανικά λύματα και σε κάποιο σημείο του κυλάει επάνω σε μια έκταση κόκκινης λάσπης που, όπως λένε οι ειδικοί, είναι ανόργανης προέλευσης. Μεγάλα φορτία ρύπανσης εντοπίζονται και στον Ελασσονίτικο στην περιοχή της Ελασσόνας.

Εξαίρεση στον κανόνα των απαλλαγμένων από τη ρύπανση ορεινών ποταμών αποτελεί ο Γρεβενίτης, στα Γρεβενά. Το πρόβλημα προέρχεται από τα επεξεργασμένα λύματα που πέφτουν σε αυτόν. «Η κατάσταση στην οποία έρχονται τα λύματα μέσα στον ποταμό μπορεί να είναι καλή σε σχέση με την υφιστάμενη νομοθεσία για την επεξεργασία των αστικών λυμάτων αλλά δεν είναι η κατάλληλη για την οικολογική κατάσταση του αποδέκτη» λέει ο κ. Χατζηνικολάου. «Και αυτό είναι ένα πρόβλημα που συναντάμε σε πάρα πολλές πόλεις, όπως για παράδειγμα στη Λαμία στον Σπερχειό, στη Σπάρτη στον Ευρώτα κ.τ.λ.».

Επεξεργασία λυμάτων: τι μετρήσαμε λάθος;
Οπως εξηγεί, οι περισσότεροι σταθμοί επεξεργασίας λυμάτων έχουν φτιαχτεί με χωρητικότητες που αντιστοιχούσαν στις πόλεις του 1990 και σήμερα, με την αύξηση του αστικού πληθυσμού, δεν επαρκούν. «Ο πληθυσμός πολλαπλασιάζεται αλλά η ικανότητα των εγκαταστάσεων είναι περιορισμένη» αναφέρει. «Ως αποτέλεσμα, όσο φιλότιμες προσπάθειες και αν καταβάλλουν οι άνθρωποι που εργάζονται σε αυτές, τα λύματα βγαίνουν υποβαθμισμένα. Για παράδειγμα, ο βιολογικός σταθμός της Λαμίας είχε φτιαχτεί για 50.000 κατοίκους και αυτή τη στιγμή εξυπηρετούνται πολύ περισσότεροι, ενώ δέχεται επιπλέον και τα επεξεργασμένα λύματα της βιομηχανικής ζώνης. Πρέπει σαφώς να γίνει επέκταση». Οπως προσθέτει, πριν από επτά χρόνια το ΕΛΚΕΘΕ είχε εντοπίσει ξανά πρόβλημα με τον συγκεκριμένο σταθμό και είχε γίνει τότε μια πρώτη επέκταση, όμως στη συνέχεια συνδέθηκαν σε αυτόν και άλλα δίκτυα αποχέτευσης εκτός της Λαμίας - «σχεδόν η μισή Φθιώτιδα» λέει χαρακτηριστικά -, με αποτέλεσμα και πάλι να μην επαρκεί. Η λύση σε αυτού του είδους τα προβλήματα είναι η επέκταση και ο πολλαπλασιασμός των εγκαταστάσεων: «Χρειάζονται αναγκαστικά πολλοί σταθμοί επεξεργασίας λυμάτων και υγρών βιομηχανικών αποβλήτων. Κάθε καλλικρατικός δήμος θα πρέπει να έχει τη δική του υδροοικονομία και τη δική του διάθεση λυμάτων, τη διαχείριση δηλαδή των υδάτων σε τοπικό επίπεδο που θα σέβεται το περιβάλλον» τονίζει.

Ρύπανση εισαγωγής
Αλλο σημαντικό και προς το παρόν δυσεπίλυτο πρόβλημα αποτελεί η διασυνοριακή μεταφορά ρύπων, η οποία «πλήττει» τους ποταμούς που εισέρχονται στη χώρα μας από τον Βορρά και πρώτα απ' όλους τον Εβρο. «Σύμφωνα με μελέτη που επικεντρώθηκε στις εκβολές των μεγάλων βαλκανικών ποταμών, στα σημεία δηλαδή όπου συγκεντρώνονται όλες οι πιέσεις της λεκάνης απορροής, με βάση τα χημικά τους χαρακτηριστικά ο Εβρος παρουσιάζει τη χείριστη εικόνα από συνδυασμό πιέσεων που ασκούνται κυρίως στο βουλγαρικό - και μεγαλύτερο - τμήμα της λεκάνης απορροής του» λέει ο κ. Σκουλικίδης. Οι επιστήμονες ευελπιστούν ότι οι επιβαρύνσεις που προκύπτουν από τη διασυνοριακή ρύπανση θα αντιμετωπιστούν μελλοντικά στο πλαίσιο της ολοκληρωμένης διαχείρισης λεκανών απορροής, όπου όλα τα προβλήματα θα αντιμετωπίζονται από κοινού μεταξύ των όμορων κρατών.

«Στον κατάλογο των υποβαθμισμένων εκβολών των μεγάλων ποταμών ακολουθεί ο επίσης διασυνοριακός ποταμός Αξιός που δέχεται σημαντικά φορτία από την περιοχή των Σκοπίων και τρίτος βρίσκεται ο "δικός μας"Θεσσαλικός Πηνειός» συνεχίζει ο βιογεωχημικός.Μέτρια κατάσταση παρουσιάζουν, όπως προσθέτει, ο Στρυμόνας, ο Νέστος, ο Αχελώος, ο Αλιάκμονας και ο Ευρώτας ενώ σε καλύτερη κατάσταση δείχνει να βρίσκεται ο Αλφειός.

Ποιοι ποταμοί έχουν... στραγγίξει
Εκτός από το ζήτημα της ρύπανσης, έντονο είναι σε αρκετούς ποταμούς και το υδρολογικό πρόβλημα - δηλαδή το πόσο νερό κυλάει στην κοίτη τους. «Στη διάρκεια των τελευταίων περίπου 50 ετών η παροχή των μεγάλων ποταμών της χώρας έχει μειωθεί δραματικά. Σημαντικότερη ελάττωση στην παροχή παρουσιάζουν ο Ευρώτας, κατά 84%, ο Αξιός, κατά 57%, ο Σπερχειός, κατά 48%, και ο Αλφειός, κατά 30%»αναφέρει ο κ. Σκουλικίδης. «Αυτό συνδέεται με το είδος και την έκταση των καλλιεργειών που έχει ο κάμπος»προσθέτει ο κ. Χατζηνικολάου. «Για παράδειγμα, ο Ιναχος ή ο Ευρώτας, όταν άλλαξε το μοντέλο καλλιέργειας και από το παραδοσιακό, τις συκιές και τις μη ποτιστικές ελιές, πήγαν στα εσπεριδοειδή και τις ποτιστικές ελιές, έχουν αρχίσει πλέον και έχουν μια κατιούσα πορεία ως προς το πόσο νερό τρέχει σε αυτούς. Και μάλιστα ο Ευρώτας είναι ένας πολύ σπουδαίος ποταμός από την άποψη της βιοποικιλότητας, γιατί φιλοξενεί δύο ενδημικά είδη ψαριών που δεν υπάρχουν πουθενά αλλού στον κόσμο και βρίσκονται σε κίνδυνο». Οπως επισημαίνει ο κ. Σκουλικίδης, «στην περίπτωση του Ευρώτα έχει υπολογιστεί ότι αν σταματήσει η άρδευση των ελαιοδέντρων τότε θα εξασφαλιστεί συνεχής ροή σε όλη τη διάρκεια του έτους στα περισσότερα τμήματα του ποταμού».

Τι λέει το ποτάμι για εμάς
Οσον αφορά τα μορφολογικά προβλήματα, αυτά συναντώνται σχεδόν σε όλη την επικράτεια. «Σχεδόν όλοι οι ποταμοί στον κάτω ρου τους έχουν μορφολογικές τροποποιήσεις» αναφέρει ο κ. Χατζηνικολάου. «Οχι τόσο στη Βόρεια Ελλάδα, καθώς εκεί φαίνεται ότι υπάρχουν αφενός ένας σεβασμός στο πλημμυρικό πεδίο του ποταμού, το οποίο το εκμεταλλεύονται κυρίως οι κτηνοτρόφοι, και αφετέρου αρκετά διαθέσιμα εδάφη προς καλλιέργεια. Εκεί όμως όπου ο χώρος είναι περιορισμένος τα προβλήματα είναι εμφανή. Για παράδειγμα, στην Κρήτη οι φράχτες των χωραφιών βρίσκονται ακριβώς δίπλα στο νερό του ποταμού και πολλές φορές ακόμη τέμνουν κάθετα το νερό για να μην περνάνε τα ζώα. Είναι εντυπωσιακό. Αν έκανε κάποιος μια διαφορετική, κοινωνικοπολιτισμικού χαρακτήρα έρευνα, θα έβλεπε, νομίζω, πολλά - πώς είναι η κοινωνία κάθε περιοχής από τον ποταμό που έχει. Αλλοι βλέπουν τον ποταμό σαν αγωγό σκουπιδιών, άλλοι απλώς σαν διαθέσιμο νερό και άλλοι σαν ανεκμετάλλευτο οικόπεδο». Μεγαλύτερο σεβασμό προς τα ποτάμια τους δείχνουν, όπως μας λέει, από την εμπειρία του, οι παραδοσιακές κοινότητες και οι περιοχές στις οποίες δεν έχει φθάσει ο τουρισμός και η υπερεντατικοποίηση της αγροτικής παραγωγής.

Το καλό νέο είναι ότι, όπως δείχνει η εκτεταμένη και συστηματική πλέον παρακολούθησή τους, ένα σημαντικό μέρος των ποταμών μας διατηρεί την ποιότητά του. «Σε γενικές γραμμές η κατάσταση των ποταμών της χώρας είναι αρκετά καλή σε σχέση με τις υπόλοιπες χώρες της Ευρώπης. Η καλή μας εικόνα χαλάει κυρίως σε ορισμένα διασυνοριακά ποτάμια και στα πεδινά τμήματα των ποταμών όπου επικεντρώνονται οι επιπτώσεις των παραγωγικών δραστηριοτήτων» αναφέρει ο κ. Σκουλικίδης, υπογραμμίζοντας ότι η διατήρηση της υγείας των ποταμών μας είναι ζωτικής σημασίας. «Για να διατηρήσουμε και να βελτιώσουμε την ποιότητα ζωής μας, θα πρέπει να φροντίσουμε τα ποτάμια μας και να τα διατηρήσουμε υγιή, όπως θα φροντίζαμε τις αρτηρίες που αναζωογονούν το σώμα μας» καταλήγει.


ΔΩΣΕ ΚΙ ΕΜΕΝΑ ΦΡΑΓΜΑ...
Και τα φράγματα γερνούν
Από τις βασικές ανθρώπινες παρεμβάσεις που αλλάζουν τα μορφολογικά χαρακτηριστικά ενός ποταμού, τα φράγματα αποτελούν ένα ευαίσθητο ζήτημα από όλες τις απόψεις. «Σήμερα με τους καλλικρατικούς δήμους, αλλά και παλαιότερα, όταν ήταν οι καποδιστριακοί, οι περισσότεροι δήμοι ζητάνε και από ένα φράγμα, γιατί πιστεύουν ότι προσφέρει αναγνωρισιμότητα και ψήφους. Και πρέπει να πούμε ότι τα φράγματα έχουν πολλά καλά. Είναι ας πούμε πολύ θετικό να έχεις νερό εκεί που το θέλεις, όποτε το θέλεις, εξυπηρετούν μια πολύ βασική ανάγκη. Ενα φράγμα όμως δεν είναι πανάκεια» λέει ο κ. Χατζηνικολάου. «Για παράδειγμα, μελέτες που έχουν γίνει στην Τουρκία έχουν δείξει ότι όταν υπάρχει μεγάλη επιφάνεια νερού με μικρό βάθος, σε θερμά κλίματα όπως είναι και το δικό μας, το νερό εξατμίζεται και αν κάνει κάποιος τους υπολογισμούς τελικά το νερό που χάνεται είναι περισσότερο από το νερό που χρειάζεται για την άρδευση». Με τον καιρό, όπως εξηγεί, τα φράγματα «γερνούν» και τα νερά τους γίνονται πιο ρηχά εξαιτίας των προσχώσεων. «Πολλά τέτοια γηρασμένα φράγματα, όπως είναι για παράδειγμα το φράγμα της Ελεούσας στον Αξιό, έχουν πάνω-κάτω δύο μέτρα νερού και καλύπτουν έκταση κάποιων τετραγωνικών χιλιομέτρων. Που σημαίνει ότι περισσότερο νερό χάνουμε στην εξάτμιση παρά κερδίζουμε». Σε άλλες χώρες τα «γηρασμένα» ή μη αποδοτικά φράγματα καταργούνται με έργα αποκατάστασης, στην Ελλάδα όμως δεν γίνεται κάτι τέτοιο.

Ενα άλλο πρόβλημα προκύπτει από τα υδροηλεκτρικά φράγματα στα τμήματα του κάτω ρου των ποταμών. Οταν αφήνουν απότομα μεγάλες ποσότητες νερού για την ενίσχυση της ηλεκτρικής παραγωγής αντιστρέφουν όπως λένε οι επιστήμονες τον φυσικό εποχικό κύκλο στην απορροή του ποταμού - αλλάζουν με άλλα λόγια τις περιόδους που έχει περισσότερο νερό - ενώ παράλληλα συμβάλλουν στη διάβρωση στις όχθες του και στην καταστροφή των ενδιαιτημάτων. «Σήμερα, τα μεγάλα ποτάμια, όπως είναι ο Νέστος και ο Αχελώος, παρουσιάζουν το φαινόμενο να έχουν μεγαλύτερη παροχή το καλοκαίρι από ό,τι στο υπόλοιπο διάστημα του χρόνου, λόγω των αυξημένων αναγκών ψύξης με κλιματισμό. Αυτό επηρεάζει αρνητικά την ισορροπία των οικοσυστημάτων τους» αναφέρει ο κ. Σκουλικίδης. «Το αντίθετο φαινόμενο παρουσιάζεται από τη λειτουργία αρδευτικών φραγμάτων, αλλά και την υπεράντληση υπόγειων νερών, που εξαντλεί το νερό το καλοκαίρι και έτσι ποτάμια που άλλοτε ήταν συνεχούς ροής σήμερα ξεραίνονται τεχνητά με ανυπολόγιστες συνέπειες για τα οικοσυστήματα». Επιπλέον, όπως υπογραμμίζει, τα φράγματα συμβάλλουν στον περιορισμό των εδαφών στα εκβολικά συστήματα των ποταμών «εγκλωβίζοντας» τεράστιες ποσότητες ιζήματος που θα κατέληγαν εκεί. «Η "πενία" σε αιωρούμενα υλικά κατάντη των φραγμάτων έχει σαν αποτέλεσμα να χάνουμε οικολογικά και οικονομικά πολύτιμο έδαφος από τα δελταϊκά πεδία λόγω θαλάσσιας διάβρωσης, όπως συμβαίνει στην περίπτωση των δέλτα του Νέστου, του Αλιάκμονα, του Αράχθου και του Αχελώου» λέει.


Τα καθαρότερα ποτάμια κυλούν στα βουνά
Παρά τα κατά τόπους προβλήματα έχουμε και καλά ποτάμια και αυτά κυλάνε κυρίως στα βουνά. Τα ορεινά τμήματα των ποταμών όπως αναφέρουν οι επιστήμονες δεν υποφέρουν από τη ρύπανση. Τα περισσότερα προβλήματα που εντοπίζονται σε αυτά απορρέουν από τις απολήψεις του νερού τους και τον περιορισμό ή και τη διακοπή της μετακίνησης των ψαριών τους εξαιτίας μικρών ή μεγαλύτερων φραγμάτων ή εκτροπών. Η ποιότητα του νερού τους κρίνεται όμως κατά κανόνα από καλή έως άριστη.

«Στα Τρίκαλα, στην Καρδίτσα και στην Ευρυτανία, για παράδειγμα, τα εκεί μέρη του Αχελώου είναι σε καλή κατάσταση. Ακόμη και ο Σπερχειός έχει καλά τμήματα με το πλατύ παρόχθιο πεδινό τους δάσος που δρα ως φράγμα ανάσχεσης των γύρω ρυπαντικών πιέσεων»λέει ο κ. Χατζηνικολάου. Σε εξαιρετική κατάσταση είναι επίσης ο Αώος και ο παραπόταμός του, ο Βοϊδομάτης. Ειδικά ο πρώτος θα μπορούσε να ανακηρυχθεί «πρωταθλητής» μεταξύ των μεγάλων ποταμών μας. «Είναι ίσως το τελευταίο μεγάλο ποτάμι της Ελλάδας στο οποίο ακόμη και σε υψόμετρο 800 μ. μπορεί να δει κανείς χέλι» λέει ο ποταμολόγος. «Το χέλι αναπαράγεται στη Θάλασσα των Σαργασσών, στον Ατλαντικό, και όταν υπάρχουν φράγματα δεν μπορεί να επιστρέψει. Ο Αώος όμως δεν έχει κατά μήκος του φράγματα ούτε στην Ελλάδα ούτε στο τμήμα του που βρίσκεται στην Αλβανία. Ετσι το χέλι μπορεί να προχωρήσει 300-350 χιλιόμετρα στην ενδοχώρα και να διατηρήσει την παρουσία του μέσα στην καρδιά της Πίνδου».

«Αλλο παράδειγμα εντελώς αδιατάρακτου ποταμού, κυρίως στον άνω και μέσο ρου του, είναι ο ποταμός Κράθις που πηγάζει από τον Χελμό στην Πελοπόννησο και εκβάλλει στον Κορινθιακό» αναφέρει ο κ. Σκουλικίδης, επισημαίνοντας ότι πρόκειται για τον χημικά καθαρότερο ποταμό από όσους έχουν εξεταστεί ως τώρα. «Ο Κράθις παρουσιάζει σχεδόν 100 φορές χαμηλότερες συγκεντρώσεις φωσφορικών και 12 φορές χαμηλότερες συγκεντρώσεις νιτρικών σε σύγκριση με τον μέσο όρο των δέκα μεγαλύτερων ποταμών της χώρας» εξηγεί. «Παράλληλα, οι συγκεντρώσεις όλων των ενώσεων αζώτου και φωσφόρου στο ποτάμι αυτό είναι πολύ μικρότερες των συγκεντρώσεων αναφοράς  - συγκεντρώσεις που απαντώνται σε αδιατάρακτες συνθήκες - των ελληνικών ποταμών, σύμφωνα με σύστημα ταξινόμησης που αναπτύχθηκε στο ΕΛΚΕΘΕ. Επιπρόσθετα, στο ορεινό τμήμα του ποταμού το ολικό άζωτο είναι 6 φορές λιγότερο από ό,τι στο βρόχινο νερό!».


Γλωσσάρι

Κατάντη: προς τα κάτω, προς τις εκβολές ενός ποταμού - ανάντη: προς τα πάνω, προς τις πηγές του.

Πλημμυρική ζώνη: η περιοχή που κατακλύζεται από τα νερά του ποταμού σε ορισμένες περιόδους του χρόνου όταν ο ποταμός πλημμυρίζει.

Υδροληπτικά έργα: τα έργα άντλησης ή μερικής εκτροπής νερού κατευθείαν από τον ποταμό ή από φράγματα σε αυτόν.

Υδρομάστευση: έργα άντλησης ή εκμετάλλευσης νερού από πηγές ή τον ανώτερο υπόγειο υδροφόρο ορίζοντα.

Υδροφόρος ορίζοντας: η στάθμη του υπόγειου νερού που τροφοδοτείται από τα ατμοσφαιρικά κατακρημνίσματα (βροχή, χιόνι) και τα επιφανειακά νερά (ποτάμια, λίμνες) και συγρατείται μέσα στο έδαφος. Αλλάζει με τις εποχές «ανεβαίνει» δηλαδή τον χειμώνα και «κατεβαίνει» το καλοκαίρι. Ετσι βλέπουμε περισσότερο νερό να κυλάει στα ποτάμια τις υγρές περιόδους απ' ότι στις ξηρές.

tovima.gr