25 Μαΐ 2013

Οι Πράσινοι αλλάζουν σταδιακά τον πολιτικό χάρτη της Αυστρίας

Του
Κωνσταντίνου Καραλή

Δεκαεπτά χρόνια μετά τις πρώτες τους μικρές εκλογικές επιτυχίες (το 1986) οι Πράσινοι άρχισαν να γίνονται μια υπολογίσιμη πολιτική δύναμη στην αυστριακή πολιτική σκηνή με τη συμμετοχή τους στον κυβερνητικό συνασπισμό της τοπικής κυβέρνησης της «Άνω Αυστρίας» τo 2003, αν και με σοβαρές εσωτερικές διαφωνίες για τη συγκυβέρνηση με το δεξιό Λαϊκό Κόμμα. Στη συνέχεια, το 2010, οι σοσιαλδημοκράτες έχασαν την απόλυτη πλειοψηφία που είχαν στη Βιένη και σχημάτισαν συνασπισμό με τους Πράσινους (με κεντρικό τους πρόσωπο την ελληνίδα Μαρία Βασιλάκου), ενώ, πριν λίγες εβδομάδες, σχημάτισαν κυβερνητικό συνασπισμό με τους σοσιαλδημοκράτες και το Λαϊκό κόμμα στην Καρίνθια, που από τα χρώματα των κομμάτων (κόκκινο, πράσινο και μαύρο) αναφέρεται σαν «ο συνασπισμός της Κένιας». Την προηγούμενη Τρίτη σχηματίσθηκε, στο συντηρητικό Τιρόλο, ο πρώτος πρασινόμαυρος συνασπισμός, με τους Πράσινους και το Λαϊκό κόμμα. Τέλος, στις πρόσφατες εκλογές στο Ζάλτσμπουργκ, οι Πράσινοι έφτασαν στην πρώτη θέση με 20,2%, (έναντι 7,36% το 2009) ποσοστό που αποτελεί το νέο τους εκλογικό ρεκόρ, τη στιγμή, που, εξαιτίας σοβαρών σκανδάλων, το Λαϊκό κόμμα και οι σοσιαλδημοκράτες έχασαν το ένα τέταρτο των ψήφων τους. Έτσι οι Πράσινοι περιμένουν πλέον με αισιοδοξία τις εθνικές εκλογές του φθινοπώρου.


Είναι ενδιαφέρον ότι τα μεγαλύτερα εκλογικά ποσοστά τους, οι Πράσινοι τα παίρνουν στις πόλεις, (όπως στο Ίνσμπρουκ και στο Ζάλτσμπουργκ), ενώ στην ύπαιθρο κυριαρχεί το δεξιό λαϊκό κόμμα (όπου και εκεί όμως οι Πράσινοι παρουσιάζουν αύξηση) και παράλληλα σημειώνεται μεγάλη πτώση των δύο ακροδεξιών κομμάτων που ίδρυσε σε διαφορετικές στιγμές της ζωής του ο Χάιντερ, των Ελευθέρων και της Συμμαχίας για το Μέλλον της Αυστρίας.
Ως αιτία των πρόσφατων εκλογικών τους επιτυχιών θεωρείται το συγκρατημένο, έως και αστικό τους πολιτικό προφίλ (με εξαίρεση το αριστερότερο προφίλ που έχουν στη Βιένη), που δεν φθάνει μέχρι του σημείου να σκιάζει την εικόνα του εναλλακτικού κόμματος απέναντι στη δεξιά, την ακροδεξιά και τη σοσιαλδημοκρατία, που κυριαρχούν για δεκαετίες στην αυστριακή πολιτική σκηνή, δίνοντάς τους όμως μεγάλα ποσοστά ακόμα και σε συντηρητικές περιοχές. Σε αυτό το σημείο πρέπει να πούμε ότι τους βοήθησαν πολύ τα σημαντικά σκάνδαλα που έχουν αποκαλυφθεί σε πολλές περιοχές της Αυστρίας, ενώ οι Πράσινοι θεωρούνται γενικά σαν ένα (και ίσως το μόνο) κόμμα που μπορεί να εμπιστευθεί ο πολίτης ότι δεν πρόκειται να εμπλακεί σε τέτοιες κομπίνες ούτε, πολύ περισσότερο, να εμπλέξει την κυβέρνηση και την οικονομία σε τέτοιες πρακτικές. Αυτό το κλίμα ήταν άλλωστε χαρακτηριστικό κατά την πρόσφατη προεκλογική περίοδο στο Ζάλτσμπουργκ, δίνοντας προκαταβολικά στους Πράσινους υποψήφιους την αίσθηση της απήχησης στο εκλογικό σώμα.

Πολιτικά προτάγματα

Πρέπει εδώ να σημειώσουμε μια σειρά διαφοροποιήσεων στον πληθυσμό της Αυστρίας, που καθιστούν ανομοιογενές το εκλογικό σώμα και επηρεάζουν την εκλογική του συμπεριφορά. Οι διαφοροποιήσεις αυτές δεν αντιστοιχούν στις παραδοσιακές διαφοροποιήσεις που στηρίζονται στην οικονομική πραγματικότητα, αλλά αφορούν ένα ευρύτερο σύνολο θεμάτων σχετικών με τον τρόπο ζωής, όπως κίνηση με ποδήλατο σε σχέση με την κίνηση με αυτοκίνητο, ανθρώπους με παιδιά και ανθρώπους χωρίς παιδιά, κ.λπ. Έτσι, η από χρόνια επιμονή των Πρασίνων να θέτουν πειστικά τα ζητήματα των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, των «πράσινων θέσεων εργασίας», της εκπαίδευσης και της διατροφής, συνδυάσθηκε με την προβολή της ανάγκης του ελέγχου και της διαφάνειας της οικονομικής πολιτικής, δίνοντάς τους τη σημερινή μεγάλη εκλογική τους απήχηση, ειδικά στις πόλεις, σε μία χώρα, όπως η Αυστρία, που έχει πληγεί ελάχιστα από την κρίση που βιώνουν τόσες χώρες της ΕΕ.
Στην κατεύθυνση αυτή βρίσκονται και τα μέχρι τώρα αποτελέσματα της συμμετοχής τους στις τοπικές κυβερνήσεις, όπου το μέχρι πριν λίγα χρόνια κόμμα διαμαρτυρίας έχει αρχίσει να αφήνει τα ίχνη του: η «Άνω Αυστρία» πρωτοπορεί σε οικολογικές επιλογές, όπως στον τομέα των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, ενώ στη Βιένη προωθούν μία οικολογική πολιτική στις συγκοινωνίες, ερχόμενοι συχνά σε αντίθεση με την πλειοψηφία των κατοίκων και τους σοσιαλδημοκράτες, με τους οποίους συγκυβερνούν. Τέλος, στην Καρίνθια είναι σημαντική η συνεισφορά τους στον εκδημοκρατισμό και τη διαφάνεια, μετά τα σκάνδαλα της εποχής Χάιντερ. Μάλιστα, βασικό στοιχείο της αυξημένης τους δημοτικότητας αποτελεί η αντίθεσή τους σε λαϊκιστικές πρακτικές, τη στιγμή που τα ακροδεξιά λαϊκιστικά κόμματα είναι μπλεγμένα σε μεγάλα σκάνδαλα.
Θα σημειώσουμε επίσης ότι αυτό το κλίμα εμπιστοσύνης δεν ήταν αποτέλεσμα ευκαιριακού πολιτικού μάρκετινγκ και, όπως άλλωστε τόνισε και το ηγετικό τους στέλεχος στο Ζάλτσμπουργκ, Άστριντ Ρέσλερ, «αυτές τις ψήφους που μας έφεραν τη νίκη δεν τις κέρδισα εγώ, αλλά 25 χρόνια πολιτικής των Πρασίνων». Στην πολιτική αυτή, θα σημειώσουμε πάλι, συμπεριλαμβάνεται και η, από το 2006, καταγγελία από την πλευρά των Πρασίνων της πολιτικής εκείνης των κυβερνητικών κομμάτων που οδήγησε στα σκάνδαλα, όπως υπενθύμισε και η εκπρόσωπος των Πρασίνων στην αυστριακή βουλή, Εύα Γκλαβίσνιχ, μιλώντας για τη μεγάλη νίκη του κόμματός της.

Στην ησυχία βρίσκεται η δύναμη

Ένα ακόμα στοιχείο που αξίζει να προσέξουμε είναι η προσοχή που επέδειξε η ηγεσία των Πρασίνων, ειδικά μάλιστα αφʼ ότου συνειδητοποίησε το ευνοϊκό γιʼ αυτούς κλίμα, να μην οξύνει τα πνεύματα κατά την προεκλογική περίοδο (σε συμφωνία άλλωστε με τις αρχές τους). Έτσι, η Ρέσλερ, ζητούσε από τους συνεργάτες της και τα κομματικά μέλη, να μην ανεβάζουν τους τόνους της αντιπαράθεσης, καθώς «έχουμε μπει σε εποχή ωριμότητας, στην οποία οι πολίτες δεν έχουν ανάγκη τους υψηλούς τόνους για τις επιλογές τους» και «στην ησυχία βρίσκεται η δύναμη».
Θα μπορούσε βέβαια κάποιος να παρατηρήσει πως στην Ελλάδα της κρίσης, με την ανεργία να φτάνει στο 1/3 του πληθυσμού και την ύφεση συγκριτικά σε πολύ χειρότερα επίπεδα από την ύφεση του 1929, όπως έγραφαν πριν λίγο καιρό οι «New York Times», οι οικολογικές ευαισθησίες είναι ψιλά γράμματα και οι διαχωριστικές γραμμές έχουν γίνει πολύ έντονες, για να αναζητούμε τη δύναμη στην ησυχία. Όμως, ας συγκρατήσουμε τη σημασία της συνεχούς, συνεπούς και πειστικής πολιτικής, που ασκείται στη βάση κάποιων αρχών και αξιών, μπορεί να εγγυάται τον έλεγχο και τη διαφάνεια της κρατικής πολιτικής και βρίσκεται σε συνάφεια με τα προβλήματα της καθημερινής ζωής, δίνοντας ωστόσο απαντήσεις, χωρίς να είναι αυτές κατʼ ανάγκη αρεστές από όλους. Όσο για το πρόβλημα της βίας ή το οικολογικό, η υποτίμηση της σημασίας τους, ή η δικαιολόγηση της αδράνειας στο όνομα της κρίσης, κατά μεγίστη πιθανότητα την επιτείνει.

ΠΗΓΗ
Βασικές πηγές: Die Presse, NZZ