16 Ιαν 2011

Το μνημόνιο βλάπτει σοβαρά το περιβάλλον


Του Μιχάλη Τρεμόπουλου, Ευρωβουλευτή των Οικολόγων - Πράσινων
Δημοσιεύθηκε στις 14-1-2011 στην ιστοσελίδα ΕΚΛΟΓΙΚΑ

«Υποστηρίζουμε την κατάργηση της Παγκόσμιας Τράπεζας και του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (Δ.Ν.Τ.), εκτός αν μεταρρυθμιστούν ριζικά, με δημοκρατία στους όρους συμμετοχής των χωρών και τις διαδικασίες αποφάσεων και με δεσμευτική υπαγωγή κάθε δραστηριότητάς τους στις αρχές της αειφορίας και σε όλες τις διεθνείς συμβάσεις για τα ανθρώπινα και εργατικά δικαιώματα, καθώς και για την προστασία του περιβάλλοντος»

(από την Παγκόσμια Χάρτα των Πράσινων).

Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο είναι από τους οργανισμούς που [...]σπάνια επιφυλάσσουν εκπλήξεις. Δεκαετίες εφαρμογής των πολιτικών του σε δεκάδες χώρες, δείχνουν ότι η συνταγή παραμένει κατά βάση απλή και σταθερή: εκποίηση κρατικών περιουσιακών στοιχείων, δραστικές περικοπές δαπανών, περιστολή φοροδιαφυγής, «εξαγωγικός προσανατολισμός» της οικονομίας ως αντίδοτο στην ύφεση. Ο τελευταίος κρύβει και τις μεγαλύτερες απειλές για το περιβάλλον, καθώς τις περισσότερες φορές εξελίσσεται σε άγρια λεηλασία φυσικών πόρων με ανυπολόγιστες συνέπειες.

Με δεδομένη την απόλυτη συμφωνία της Κομισιόν και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας με την οικονομική ορθοδοξία αλλά και την έλλειψη εμπειρίας τους σε τέτοιες υποθέσεις, η φιλοσοφία του Δ.Ν.Τ. ήταν φυσικό να αποτελέσει βασικό άξονα και στο Μνημόνιο με την Ελλάδα. Ήδη τον περασμένο Απρίλιο, μια μόλις μέρα μετά την επίσημη ανακοίνωση της προσφυγής στο Μηχανισμό Στήριξης και δέκα μέρες πριν το Μνημόνιο, οι Οικολόγοι Πράσινοι σημειώναμε στην αναλυτική πολιτική μας απόφαση για την κρίση:

«Στην Ελλάδα, όπου η ευρωπαϊκή νομοθεσία για το περιβάλλον επιβάλλει περιορισμούς και όπου οι περισσότερες δημόσιες επιχειρήσεις έχουν ήδη ιδιωτικοποιηθεί, οι πιθανότεροι κίνδυνοι αφορούν πιέσεις για ανεξέλεγκτες μεταλλευτικές δραστηριότητες, εγκατάλειψη του περιφερειακού σιδηροδρομικού δικτύου, οικοπεδοποίηση δημόσιας γης (βραχονησίδες, πρώην στρατόπεδα, δασικές εκτάσεις, πρώην αεροδρόμιο Ελληνικού)».



Το Μνημόνιο επιβεβαίωσε τους φόβους αυτούς στο σύνολό τους σχεδόν. Στις σελίδες του παρελαύνουν:

Το κλείσιμο «ζημιογόνων» σιδηροδρομικών γραμμών και η εκποίηση ακινήτων του ΟΣΕ. Αντί για εκσυγχρονισμό, το νομοσχέδιο για τον ΟΣΕ περιόρισε ασφυκτικά τις χρηματοδοτήσεις για το σιδηρόδρομο (περίπου στο 1/12 των ποσών που διαθέτουν ανά χιλιόμετρο χώρες όπως η Δανία), ώστε να κοπούν αναγκαστικά τα δρομολόγια σε ολόκληρες περιφέρειες. Η εξέλιξη αυτή οδηγεί εκ των πραγμάτων σε μονοπώλιο των οδικών μεταφορών, που για το ίδιο μεταφορικό έργο απαιτούν μέχρι 6-7 φορές περισσότερη ενέργεια με αντίστοιχες επιπτώσεις στη ρύπανση και την κλιματική αλλαγή. Ακόμη χειρότερες προοπτικές ανοίγουν οι ρυθμίσεις για το «καταργημένο δίκτυο», που ενεργοποιούνται σε μόλις 12 μήνες από τη διακοπή μιας γραμμής και επιτρέπουν ελεύθερη αλλαγή χρήσεων που θα αποκλείει ακόμη και τη μελλοντική ανακατασκευή της γραμμής στον ίδιο διάδρομο.
Οι αόριστες ρυθμίσεις για εξυγίανση των ΔΕΚΟ, που οδηγούν τελικά σε μεγάλες αυξήσεις στα εισιτήρια των δημόσιων μεταφορικών μέσων. Οι αυξήσεις αυτές εξουδετερώνουν σημαντικό μέρος από τη δυνατότητα να αξιοποιηθούν οι υψηλές τιμές των καυσίμων ως εργαλείο για στροφή στη δημόσια συγκοινωνία και το σιδηρόδρομο.
Η σαρωτική περικοπή δημόσιων δαπανών, που συμπαρασύρει και τις δαπάνες για το περιβάλλον. Στον προϋπολογισμό του 2011, οι δαπάνες του ΥΠΕΚΑ αποτελούν μόλις 0,01% των δημόσιων δαπανών, μειωμένες κατά 28% σε σχέση με το 2010 και κατά 33,5% σε σχέση με το 2009, επί κ. Σουφλιά.
Η συμπίεση των κονδυλίων για δημόσιες επενδύσεις, που δυσκολεύει (ακόμη κι αν υπήρχε η σχετική πολιτική βούληση) τη στροφή στις λεγόμενες «υποδομές βιωσιμότητας» που τόσο λείπουν από τη χώρα μας. Η φιλοσοφία ότι «προχωράει μόνο ό,τι μπορεί να βρει ιδιωτική συγχρηματοδότηση», εκτρέπει τον προγραμματισμό σε λάθος κατευθύνσεις.
Η πρόβλεψη για αξιοποίηση δημόσιων ακινήτων, που οδηγεί στην ανοικοδόμηση πολύτιμων ελεύθερων χώρων είτε σε πόλεις με δραματικό έλλειμμα πρασίνου (όπως τα πρώην στρατόπεδα ή το Ελληνικό) είτε σε εξαιρετικά ευαίσθητες προστατευόμενες περιοχές (όπως η πρώην Φωνή της Αμερικής, στο Δέλτα του Νέστου). Εντυπωσιακό είναι ότι η Νέα Δημοκρατία προτείνει ακόμη εντατικότερη εκμετάλλευση της δημόσιας περιουσίας ως... αντίδοτο στο Μνημόνιο.
Η πολιτική για την προσέλκυση άμεσων ξένων επενδύσεων, όπου το Μνημόνιο περιορίζεται σε αθώες αναφορές σε «νέες τεχνολογίες και πράσινη ανάπτυξη». Στην πραγματικότητα η κυβέρνηση φλερτάρει κατά προτεραιότητα τις επενδύσεις που επιλέγουν τη χώρα μας επειδή δεν είναι αποδεκτές αλλού: τη διαβόητη μονάδα του Αστακού, το καζίνο του Κατάρ στο Ελληνικό (σε ποια άλλη ευρωπαϊκή μεγαλούπολη θα έβρισκαν διαθέσιμα μερικές χιλιάδες στρέμματα δημόσιας γης δίπλα στη θάλασσα;), τα χρυσωρυχεία της Χαλκιδικής με τα χαμηλότατης περιεκτικότητας κοιτάσματα και τη μη αναστρέψιμη καταστροφή τεράστιων εκτάσεων.
Η επιτάχυνση των διαδικασιών για τους επενδυτές, που καταλήγει στις τερατώδεις διαδικασίες του νόμου για το fast track. Πρακτικά κάθε εγχώριος ή ξένος επενδυτής με στοιχειώδη οικονομική επιφάνεια, θα μπορεί να διαπραγματεύεται με τη διυπουργική επιτροπή τη δική του ιδιωτική του περιβαλλοντική και πολεοδομική νομοθεσία, που θα βάζει στο γύψο την ισχύουσα. Επενδυτικά σχέδια που είχαν κριθεί παράνομα, όπως το συγκρότημα της Μονής Τοπλού στην Κρήτη, ετοιμάζονται ήδη να επανέλθουν με τις διατάξεις του νέου νόμου.
Αυτό που η κυβέρνηση προωθεί μέσω του Μνημονίου, είναι ένας συνδυασμός των καταστροφικά υπερδομημένων ισπανικών ακτών με την ανεξέλεγκτη εξορυκτική βιομηχανία της Λατινικής Αμερικής ή, έστω, της Ανατολικής Ευρώπης. Είναι ένα πρότυπο που τελικά θα καταστρέψει περισσότερο πλούτο από ό,τι θα δημιουργήσει, επιχειρώντας (πιθανότατα χωρίς καν επιτυχία, από οικονομική άποψη) να μεταφέρει στις επόμενες γενιές, μέσω της υποβάθμισης του περιβάλλοντος, ένα μέρος από τις επιπτώσεις της κρίσης.

Πρόκειται για πλήρη αντιστροφή του ορισμού της «βιώσιμης ανάπτυξης», που τυπικά δεσμεύει όχι μόνο το σύνολο των κυβερνήσεων του πλανήτη, αλλά και την ίδια την τρόικα. Οι τυπικές δεσμεύσεις αποκτούν όμως αντίκρισμα μόνο όταν συνοδεύονται από πολιτική βούληση και από ανάλογες προτεραιότητες.

Για τα περισσότερα από τα ζητήματα αυτά, οι Οικολόγοι Πράσινοι έχουμε πάρει πλήθος μικρές και μεγάλες πρωτοβουλίες: παρεμβάσεις στο ευρωκοινοβούλιο, συμβολικές διαμαρτυρίες, συναντήσεις με φορείς, ακτιβιστικές ενέργειες, αναλυτικά υπομνήματα στη Βουλή. Το θέμα είναι ότι, σε μια εποχή που οι εξελίξεις είναι καταιγιστικές και ο μέσος πολίτης τις παρακολουθεί με δέος, χρειάζονται να γίνουν πολύ περισσότερα από πολύ περισσότερους.

Οι ακόμη πιο δύσκολες μέρες δεν αποτρέπονται με τη νοσταλγία για τη χαλαρότητα της εποχής του κ. Λαλιώτη και του κ. Σουφλιά, ούτε με τη μαχητική φραστική καταδίκη του Μνημονίου, της κυβέρνησης και της τρόικας.

Σήμερα είναι ανάγκη να χαράξουμε «κόκκινες γραμμές» και να ακολουθήσουμε μια ολοκληρωμένη πρόταση διεξόδου, που να ανασχεδιάζει ριζικά την οικονομία και να δίνει ταυτόχρονες απαντήσεις τόσο για την οικονομική όσο και για την περιβαλλοντική και κοινωνική διάσταση. Το ερώτημα είναι κατά πόσο μπορεί να χωρέσει ένας τέτοιος προβληματισμός σε ένα πολιτικό σύστημα που έχει ήδη χρεοκοπήσει.